Ζαν Κοκτώ, ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ζωγράφος
Σηκώθηκε από την καρέκλα του και αναφώνησε: "Il n'y aura plus un seul jour sur cette terre...` (Δεν θα υπάρξει άλλη μέρα σε αυτή τη Γη)....
κ έπεσε...
από καρδιακή προσβολή...
Επιδεικνύοντας ταλέντο στην ποίηση, το μυθιστόρημα και το θέατρο, στη ζωγραφική, στο σενάριο και τη μουσική κίνηση της χώρας του, ο Κοκτώ δημοσίευσε την πρώτη συλλογή ποιημάτων του "Το λυχνάρι του Αλαντίν" (La Lampe d' Aladin) το 1909, σε ηλικία μόλις 18 χρόνων. Στις ποιητικές
συλλογές του που ακολούθησαν, "Ο άστατος πρίγκηπας" (1910), "Ο χορός του Σοφοκλέους" (1912) και το "Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας" (1919), διακρίνεται από μια αβρότητα και χάρη στο ύφος κι ένα πλούτο φαντασίας. Το ίδιο παρατηρείται και στα μυθιστορήματά του, όπως για παράδειγμα στο "Θωμά τον απατεώνα" (Thomas l' imposteur, 1923)[1], 1982 και στα "Τρομερά παιδιά" (Les Enfants terribles, 1929)[2]. Όλο το έργο του, ακόμα και τα φιλοσοφικά και κριτικά του δοκίμια, διαπνέεται από ένα αίσθημα παιδικής αφέλειας μαζί με μια αγωνία αναζήτησης.
Στο θέατρο άρχισε την καριέρα του το 1923 με τους "Νεόνυμφους του Πύργου του Άιφελ" (Les Mariés de la Tour Eiffel), με μια τάση φυγής από το στυλ του ρεαλισμού που επικρατούσε και ανάπτυξης της αξίας του αυτοσκοπού στη θεατρική τέχνη. Στη συνέχεια με τον "Ρωμαίο και Ιουλιέτα" (1924), τον "Ορφέα" (1927), την "Αντιγόνη" (λιμπρέτο στην όπερα του Χόνεγκερ) και τον "Οιδίποδα τύραννο" (λιμπρέτο στην όπερα - ορατόριο του Ιγκόρ Στραβίνσκι) το 1928, την "Ανθρώπινη φωνή" (1930)[3], την "Ολέθρια μηχανή" (La Machine infernale, 1934), τους "Ιππότες της στρογγυλής τραπέζης" (Les Chevaliers de la Table ronde, 1937), τους "Τρομερούς γονείς" (Les Parents terribles, 1939), τη "Γραφομηχανή" (La Machine à écrire, 1941) και το "Δικέφαλο αετό" (L'Aigle à deux têtes, 1946), κηρύσσεται υπέρ των νεωτεριστικών ιδεών, συνεργάζεται με Γάλλους της πρωτοπορίας κι εμφανίζεται διαδοχικά ως φουτουριστής, σουρεαλιστής, κυβιστής ή ντανταϊστής.
Επηρεασμένος από το σουρεαλιστικό κίνημα και τους πρωτοπόρους της αφηρημένης τέχνης στη ζωγραφική και τη γλυπτική, ο Κοκτώ πειραματίζεται και μεταφέρει τις τάσεις αυτές της εποχής του και στο θέατρο, όπως στην "Παρέλαση" (Parade, 1917) σε σκηνικά Πικάσο και μουσική του Ερίκ Σατί (Satie) και "Το Βόδι πάνω στη Στέγη" (Le Boeuf sur le Toit, 1920) σε σκηνικά Ντυφύ και μουσική του Νταριούς Μιλώ (Milhaud).
Από τους συγγραφείς που είχαν επιρροή στο έργο του είναι ο Εντμόν Ροστάν, ο Ραϊμόν Ραντιγκέ, ο Κατύλ Μαντές, η Κόμισσα ντε Νοάιγ, μα πιο πολύ ο Αντρέ Ζιντ. Ο Κοκτώ όμως δεν περιορίστηκε στη συγγραφή των έργων του. Έλαβε κι ο ίδιος ενεργό μέρος ως ηθοποιός, παραγωγός, σκηνογράφος. Έγραψε για χορόδραμα, μιούζικαλ, τσίρκο, κινηματογραφικές ταινίες (όπως π.χ. η σουρεαλιστική ταινία "Η ωραία και το κτήνος", 1946). Συνεργάστηκε με ονόματα όπως ο Φρανσουά Κοπώ, ο Άρθουρ Χόνεγκερ, συνθέτης του μουσικού δράματος "Βασιλιάς Δαβίδ", ο Πικάσο και ο Μοντιλιάνι, ο Σερζ Ντιαγκιλέφ, ο μεγάλος Ρώσος χορογράφος και σκηνοθέτης, ιδρυτής των περίφημων "Ρωσικών μπαλέτων" κ.ά.