Αλέκος Φασιανός: «Η Γαλλία υπήρξε μια δεύτερη πατρίδα που με καλωσόρισε»
Συναντήσαμε τον διεθνούς φήμης Έλληνα ζωγράφο στο σπίτι του στην
Αθήνα την παραμονή της αναχώρησής του για το Παρίσι: « Ήταν τιμή και
μεγάλη χαρά η συγκεκριμένη πρόταση, η οποία μου έγινε πριν από δύο
μήνες.
Ο Αλέκος Φασιανός επιλέχτηκε να φιλοτεχνήσει την αφίσα (αριστερά) για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Αλμπέρ Καμί.
Η γενική διεύθυνση για τη Γαλλική γλώσσα και τις γλώσσες της Γαλλίας, που υπάγεται στο γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού, με την ευκαιρία της Εβδομάδας αφιερωμένης στη γαλλική γλώσσα και τη γαλλοφωνία, από τις 16 έως τις 24 Μαρτίου, μου ζήτησε να δημιουργήσω μία αφίσα για τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας από τη γέννηση του βραβευμένου με Νόμπελ λογοτεχνίας Αλμπέρ Καμί».
Η επιλογή όμως του Ελληνα καλλιτέχνη δεν ήταν τυχαία. Ο 77χρονος σήμερα Αλέκος Φασιανός πέρασε περισσότερα από 35 χρόνια της ζωής του στο Παρίσι. Πρόκειται για τα χρόνια της μεγάλης
καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Τότε, ήρθε σε επαφή με όλους τους σημαντικούς καλλιτέχνες και διανοούμενους της εποχής, αφού η γαλλική πρωτεύουσα τη συγκεκριμένη περίοδο κατείχε τα σκήπτρα στα Γράμματα και τις Τέχνες. Ο Φασιανός είναι γνωστός και αγαπητός στη Γαλλία, έχει μάλιστα παρουσιάσει τη δουλειά του σε σημαντικούς χώρους, όπως το Κέντρο Πομπιντού, το Μουσείο Πολ Βαλερί, η γκαλερί του Ιόλα, η γκαλερί Μπομπούρ κ.ά. Αγαπημένος φίλος σημαντικών Γάλλων, έχει τιμηθεί για την προσφορά του από το γαλλικό κράτος με το μετάλλιο του αξιωματούχου των Τεχνών και των Γραμμάτων, ενώ ο Φρανσουά Μιτεράν είχε πει στη Μελίνα Μερκούρη όταν κάποτε εκείνη τού μίλησε για τον Ελληνα καλλιτέχνη: «Μα ο Φασιανός είναι δικός μας ζωγράφος…».
Τα χρώματα της γαλλικής σημαίας.
Στην αφίσα του για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γάλλου φιλόσοφου και συγγραφέα Αλμπέρ Καμί, κυριαρχούν τα χρώματα μπλε, κόκκινο και λευκό, ενώ στο κάτω μέρος της φέρει τα λόγια του Καμί: «Ma Patrie c’ est la langue française» («Η πατρίδα μου είναι η γαλλική γλώσσα»). Πρόκειται για μια δήλωση που αποτελεί σταθμό, η οποία ταύτισε τον Καμί με τη διάδοση της γαλλικής γλώσσας.
Το 1980 με τον σπουδαίο Γάλλο ποιητή και μυθιστοριογράφο Λουί Αραγκόν.
Ζωγράφισα έναν ιππέα εν κινήσει να κρατά μια γαλλική
σημαία και στο βάθος να διακρίνεται μια πόλη. Επέλεξα τον ιππέα γιατί
συμβολίζει τη διάδοση, στη συγκεκριμένη περίπτωση της γαλλικής γλώσσας
στα πέρατα της Γης. Η γλώσσα και ο πολιτισμός είναι έννοιες
αλληλένδετες. Οταν κάποιος μιλά τη γαλλική γλώσσα, σίγουρα μετέχει και
του γαλλικού πολιτισμού. Ισως γι΄αυτό και ο Καμί, επηρεασμένος προφανώς
και από αυτό που πρέσβευαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι ότι “Ελληνες είναι οι
μετέχοντες της ελληνικής παιδείας”, δήλωσε το 1957, την επόμενη ημέρα
της βράβευσής του με Νόμπελ Λογοτεχνίας: «Η πατρίδα μου είναι η γαλλική
γλώσσα». Αυτό αποκαλύπτει τη φοβερή δύναμη που κρύβει μέσα της η γνώση
μιας γλώσσας. Εγώ μιλάω γαλλικά από μικρός. Ξέρεις, στην εποχή μου δεν
μαθαίναμε αγγλικά αλλά γαλλικά. Η γαλλική γλώσσα και κουλτούρα θεωρείτο
ειδικά τότε υψηλού επιπέδου. Στη Γαλλία βρέθηκα αφού είχα ολοκληρώσει
τις σπουδές μου στην ΑΣΚΤ έχοντας κερδίσει μια υποτροφία από το γαλλικό
κράτος».
Ο Φασιανός μετακόμισε στο Παρίσι μετά τις σπουδές του στο βιολί στο Ωδείο Αθηνών και στη ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όντας μαθητής του Γιάννη Μόραλη. Ηταν αρχές της δεκαετίας του ’60 όταν ο νεαρός Ελληνας καλλιτέχνης ταξίδεψε στη γαλλική πρωτεύουσα για να παρακολουθήσει μαθήματα λιθογραφίας για δύο χρόνια στην Ecole des Beaux-Arts με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης (1962-1964), κοντά στους Κλεράν και Νταγιέ. Τελικά τα δύο χρόνια έγιναν μια ολάκερη ζωή, αφού στην Ελλάδα επέστρεψε το 2002.
Με την Παλόμα Πικάσο.
«Αν και έμεινα τόσα χρόνια εκεί, πάντοτε η Ελλάδα ήταν μαζί μου, αφού άλλωστε τα βιώματά μου και οι επιρροές μου είναι καθαρά ελληνικές και αυτό φαίνεται και στη δουλειά μου. Η Γαλλία όμως υπήρξε μια δεύτερη πατρίδα που με καλωσόρισε».
Σήμερα, εκατομμύρια άνθρωποι για τους οποίους τα
γαλλικά δεν είναι απαραίτητα η μητρική τους γλώσσα, ταυτίζονται με αυτήν
την πατρίδα χωρίς σύνορα. Το υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας, λοιπόν,
υποστηρίζει πως μέσω της επετειακής αυτής αφίσας μεταφέρεται το διπλό
μήνυμα του Αλμπέρ Καμί και του Αλέκου Φασιανού. Χορηγός της αφίσας είναι
η εταιρεία SYSTRAN, που ειδικεύεται στις γλωσσικές τεχνολογίες.
Το 1988 με τον σημαντικό συγγραφέα και μεγάλο φιλέλληνα Ζακ Λακαριέρ, γνωστό και για το βιβλίο του «Το ελληνικό καλοκαίρι».
Μάγδα Λιβέρη
magdaliveri@yahoo.gr
Ο… Ελληνας Αλμπερmagdaliveri@yahoo.gr
«Είναι ο τόπος των θεών, εδώ θα ζήσω, ίσως για πάντα»
Ξέρω το γιατρικό, θ’ αγναντεύω για πολλή ώρα τη θάλασσα. Είναι ο τόπος των Θεών. Εκεί θα πάω να ζήσω, Aγγελε, στο νησί σου. Oμως στα δυτικά, στο γυμνό βράχο του γραφικού ψαράδικου χωριού. Ποιος ξέρει” ίσως για πάντα…
Ο Αλμπέρ Καμί ταξίδεψε πρώτη φορά στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1939
παρέα με την τότε ερωμένη του Κριστιάν Γκαλιντό. Ηταν τότε μόλις 27 χρονών.
παρέα με την τότε ερωμένη του Κριστιάν Γκαλιντό. Ηταν τότε μόλις 27 χρονών.
Η πρώτη φορά που ήρθε ο Καμί στη χώρα μας ήταν τον Αύγουστο του 1939, ήταν 27 χρονών και σχεδίαζε να ταξιδέψει με μηχανότρατα παρέα με την τότε ερωμένη του Κριστιάν Γκαλιντό. Στην Ελλάδα όμως ήρθε και ξαναήρθε. Κατά τον βιογράφο του, Ολιβιέ Τοντ, ύστερα από πρόσκληση του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας το 1955 και όταν ήταν πια 42 χρονών, ως κεντρικό πρόσωπο μιας ανταλλαγής απόψεων γύρω από «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού», για να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Ευάγγελο Παπανούτσο, Φαίδωνα Βεγλερή, Γιώργο Θεοτοκά και Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα σε μία εκδήλωση στην οποία προήδρευε ο διανοούμενος ψυχίατρος Αγγελος Κατακουζηνός κι ό,τι μαθαίνουμε από το βιβλίο της γυναίκας του, Λητώς Κατακουζηνού, μας έχει γίνει γνωστό. «Συντροφιά με τον Καμί» ο τίτλος του. Από τη συζήτησή του όμως εκείνη τη χρονιά έχουν αρκετά πράγματα διασωθεί, κι αυτό χάρη στο μαγνητόφωνο του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Ο Αγγελος Κατακουζηνός, που ανήκε κι αυτός στην «παρέα του Παρισιού», ήταν εκείνος που τον φιλοξένησε στο περίφημο σπίτι των Κατακουζηνών στη λεωφόρο Αμαλίας 4. Σ’ ένα σπίτι”μουσείο, με τα ίχνη μεγάλων ζωγράφων και σπουδαίων εποχών, η Λητώ Κατακουζηνού είναι εκείνη που έχει καταγράψει για μας την αγάπη του Καμί για την Ελλάδα, ατμοσφαιρικά και με κάθε λεπτομέρεια, πολύ προτού φύγει.
Τον Καμί είχαν συνεπάρει τα νησιά του Αιγαίου και ειδικά η Λέσβος, τόσο που δήλωνε ότι θα μείνει εκεί για πάντα.
Στις σελίδες του, και το τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1959, δύο χρόνια αφού είχε πάρει το Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας και έναν χρόνο προτού γνωρίσει μαζί με τον Γκαλιμάρ σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα «τον πιο παράλογο θάνατο». Και στην επίσκεψή του ήταν μαζί του ο Μισέλ Γκαλιμάρ και ο ζωγράφος Μάριο Πράσινος. Τον Καμί τον είχαν συνεπάρει τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά τόσο που να δηλώσει στη Λέσβο στον Αγγελο Κατακουζηνό: «Αγγελε, είναι ο τόπος των Θεών. Εκεί θα πάω να ζήσω, Αγγελε, στο νησί σου, ποιος ξέρει, ίσως και για πάντα».
Τις λεπτομέρειες, όπως τις έχει περιγράψει στο βιβλίο της η Λητώ Κατακουζηνού:
«Στο Σίγρι, το μικρό ψαράδικο χωριό στα δυτικά, στην άκρη της Λέσβου, θα πήγαινε την ερχόμενη άνοιξη. Εκεί θα τελείωνε ένα έργο του για το θέατρο. Το θέατρο, η μεγάλη αδυναμία του. Ερχόταν, μας είπε, από το νησί. Είχε πάει με το πλεούμενο του φίλου του του Γκαλιμάρ, μαζί του θαρρώ κι ο ζωγράφος Πράσινος. Στη Μυτιλήνη, σε κάποια αδιαθεσία του κι ένα μικροατύχημα του φίλου του, οι κάτοικοι, δίχως να ξέρουν ποιοι ήτανε, τους περιποιήθηκαν τόσο πολύ, τους πρόσφεραν τόση ανθρώπινη ζεστασιά, που άγγιξαν βαθιά την ευαίσθητη καρδιά του.
Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και τον μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στον βυθό. Εδώ θέλω να ‘ρθω να ζήσω και να εργαστώ -είπα σε κάποια στιγμή-, να, εκεί, πάνω στη θάλασσα, σ’ αυτό το απόμερο σπιτάκι”.
Τι λέει ο ξένος;” πετάχτηκε κάποιος από τους ανθρώπους που μας περιτριγύριζαν περίεργοι. Κι όταν ο φίλος μου του εξήγησε “πάρ’ το, σ’ το δίνω, είναι δικό σου. Ελα να κάτσεις όσο θες”, μου το πρόσφερε καλόκαρδα ο νοικοκύρης του. “Καταλαβαίνετε”, μας έλεγε με έξαψη ο Καμί, “είναι ο τόπος των θεών, ό,τι ζητήσεις, σ’ το δίνουν. Είναι πολύ ωραίο το νησί σου, Αγγελε, ωραίο και αρρενωπό”, συνέχισε ο Καμί.
Ωστόσο οι ελαιώνες, καταπράσινοι λόφοι, καμπύλες τρυφερές, ασημοντυμένες οδαλίσκες να λικνίζονται στον αιγαιοπελαγίτικο αγέρα, παντρεύονται αρμονικά με τα ψηλά αρρενωπά βουνά, που τις καμαρώνουν ξαπλωμένες νωχελικά στα πόδια του. Βουνά που αγναντεύουν πέρα κατά την Ανατολή, κληρονόμοι περήφανοι της ιωνικής φιλοσοφίας” Αλλά πέρα από τη μεγάλη ιστορία του νησιού, μ’ εντυπωσιάζουν και οι άνθρωποι που το κατοικούνε. Εκεί που θαρρείς πως είναι στεγνοί σαν τις αστυβιές και τις βαλανιδιές τους, ανακαλύπτεις μέσα τους ψυχικούς χυμούς, πολύτιμους, κρυμμένους θησαυρούς σαν τ’ ασήμια απ’ τις ελιές τους.
Ο… αρραβώνας
Εκεί θα πάω να ζήσω, Αγγελε, στο νησί σου. Ομως στα δυτικά, στο γυμνό βράχο του γραφικού ψαράδικου χωριού. Ποιος ξέρει” ίσως για πάντα”…
Ο Καμί, συνεπαρμένος από την ιδέα, έλεγε, έλεγε, όπως καμιά φορά το συνήθιζε, σα να μονολογούσε. Κι ο κύκλος έκλεισε. Δαχτυλίδι πολύτιμο, αρραβώνας του Καμί με την τωρινή μας Ελλάδα.
“Θα στέκω στην άκρη του γιαλού, ν’ αγναντεύω τη θάλασσα” τα κύματα του Αιγαίου να μου φέρνουν μηνύματα μακρινά, μηνύματα από την Τιπασά, αρώματα της πατρίδας μου” Θα στέκω εκεί με τις ώρες, η αρμύρα να καίει τα μάτια μου, να μου στεγνώνει τα χείλη” Και θα αποχαιρετώ τον ήλιο στην κάθε δύση του, να συνηθίζω στο χωρισμό. Να μη φοβάμαι τον τελικό αποχωρισμό” το θάνατο” Να συλλογιέμαι” Τι όμορφος που είναι, τι μεγαλείο που έχει ο χωρισμός…
Κι άλλες φορές, μονάχος μες στη βαρκούλα μου, κάργα το πανί στον άγριο αγέρα, θ’ αρμενίζω σαν παλαβός στο μανιασμένο πέλαγο, κυνηγημένη, έρημη, χαμένη ψυχή. Κι ίσως σε κάποια απανεμιά, αποσταμένος πια, σα γέρνω στην κουπαστή να θωρώ της θάλασσας τα βάθη, ίσως και μου φανερωθούν εκείνες οι ψυχές, που είναι στα σπλάχνα της θαμμένες, για πάντα στην αιώνια σιωπή. Δάσος απολιθωμένο, που όπως όλοι λένε βρίσκεται εκεί στο βυθό, μα που εγώ δε στάθηκα τυχερός και δεν το είδα”…. Δειλινό αξέχαστο, που δε θα σβήσει ποτέ από τη θύμησή μας. Τον Καμί χαμένο στα οράματά του να ονειρεύεται τη ζωή του στο Σίγρι. Εκεί που ακούμπησε την καρδιά του. “Καρδιά μου, ποτέ πιστή”…. Ηταν η τελευταία φορά που ήρθε στο σπίτι μας. Ποτέ πια δεν ξαναγύρισε στην Ελλάδα», συνεχίζει η Λητώ Κατακουζηνού. Κι όλοι γνωρίζουμε πια πολύ καλά την αιτία.
Τον Ιανουάριο του 1960 θα πεθάνει ακαριαία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Το αυτοκίνητο οδηγούσε ο εκδότης και φίλος του Μισέλ Γκαλιμάρ, με το πλεούμενο του οποίου είχε έρθει το 1959 στο Σίγρι”». 4 Ιανουαρίου 1960.
Ελένη Γκίκα
ΕΘΝΟΣ