Καταπώς υποσχέθηκα την περασμένη Κυριακή, επιστρέφω στην υπεράσπιση
της μετάφρασης, ειδικότερα της ενδογλωσσικής μετάφρασης, ψηλαφώντας τις
οριακές της αντοχές και αρετές. Με την προϋπόθεση ότι ισχύει το
υπονοούμενο αξίωμα του τίτλου, που θα μπορούσε να μεταφραστεί σε μια
δίδυμη πρόκληση που λέει: μετάφραση χωρίς φράση δεν υπάρχει, αλλά και
φράση χωρίς μετάφραση είναι αδιανόητη. Φτάνει οι δύο λέξεις να κρατήσουν
ακέραιο όχι μόνον το αποθεματικό αλλά και το ενδιάθετο νόημά τους, που
υποδηλώνεται ήδη στο όνομά τους, για το οποίο γίνεται πιο κάτω λόγος.
Επιμένοντας προς το παρόν στον ολισθηρό τόπο των αποφθεγμάτων, θα
πρόσθετα δυό ακόμη ομόλογες προτάσεις: χωρίς μετάφραση ο ενδιάθετος
λόγος μας (αυτός που άλλως πως λέγεται: σκέψη) θα παρέμενε ανενεργός, ή
θα πάθαινε ένα είδος συμφόρησης. Ανενεργός όμως και στείρος θα απέβαινε,
εκτός του λόγου, και ο διάλογος, στον βαθμό που, συνομιλώντας μεταξύ
μας, η ευστοχία της συνομιλίας εξαρτάται από το πόσο καλά ή άσχημα
μεταφράζουμε αυτό που λέει ο συνομιλητής μας, εφόσον και ο δικός του
λόγος ευνοεί την καλή μετάφραση.
Στην πρώτη περίπτωση προκύπτει ο τύπος της αυτομετάφρασης, στη
δεύτερη ο τρόπος της αμοιβαίας μετάφρασης, η οποία συντελείται αυτομάτως
(και υποχρεωτικώς) στις καθημερινές (και όχι μόνο) συναλλαγές μας. Κάτι
που ισχύει κατεξοχήν στην περιοχή του πολιτικού λόγου (του εφήμερου
προπαντός), όπου τα περισσότερα ελλείμματα και λάθη προκύπτουν από λειψή
ή λαθεμένη χρήση της αμοιβαίας μετάφρασης. Ο κίνδυνος αυτός δεν
αποσοβείται ούτε με την αντιγραφή ούτε με την αποστήθιση, όταν δεν
προσαυξάνεται. Συμπέρασμα μάλλον εκβιαστικό: η μετάφραση, τόσο στην απλή
της εκδοχή όσο και ως αυτομετάφραση ή αμοιβαία μετάφραση, ανήκει στα
αναφαίρετα στοιχεία της ανθρώπινης νόησης, η οποία άλλως πως θα ήταν
καταδικασμένη σε απόλυτη (εσωτερική και εξωτερική) μοναξιά και
απομόνωση.
Σημειώνονται εφεξής περιληπτικώς οι σημασίες που έχουν ή πήραν καθ’
οδόν στην αρχαία γλώσσα (ομηρική, κλασική και μεταγενέστερη) οι δύο
βασικοί όροι της μεταφραστικής θεωρίας και πράξης, αρχίζοντας από το
τρίπτυχο «φράζω – φράζομαι – φράσις». Στο οποίο υπόκειται καταρχήν η
έννοια της «υπόδειξης» και της «φανέρωσης», μεσολαβεί η σημασία του
«συλλογισμού» και της «προφύλαξης», και ακολουθεί η «ομιλία» ως
«εξαγγελία», με το δικό της κάθε φορά ύφος. «Φράζω» και «φράζομαι»
επομένως σημαίνει διαδοχικά και παράλληλα: δείχνω, φανερώνω,
συλλογίζομαι, μιλώ, εξαγγέλλω.
Παράλληλα το δίπτυχο «μεταφράζω – μεταφράζομαι» (και τα παράγωγα
«μετάφρασις – μεταφράστης – μεταφραστικός») περιστρέφεται αρχικά γύρω
από την γενικότερη έννοια της «εξήγησης», της «ερμηνείας» και της
«επανεξέτασης» προτού προσγειωθεί στην οψιμότερη και σύγχρονη σημασία
του. Ανάμεσα εξάλλου στη «φράση» και στη «μετάφραση» παρεμβάλλεται συχνά
η «παράφραση» ως δείχτης υποκειμενικής πρόσληψης και αναμετάδοσης
δοσμένου λόγου. Δεν θα επιμείνω.
Καθυστερώντας όμως λίγο ακόμη στην πολύτροπη «μετάφραση», θυμίζω
στοιχειωδώς το γραμματολογικό της φορτίο, προκειμένου να υπερασπιστώ την
άλλη Κυριακή την ευστοχία του όρου, σε σύγκριση προς την ξενόγλωσση όσο
και την εναλλακτική ημεδαπή ορολογία.
Προέχουν δύο βασικές διαιρέσεις: προφορική και γραπτή μετάφραση
αφενός, διαγλωσσική και ενδογλωσσική μετάφραση αφετέρου. Οσο ξέρω,
υποτιμάται κατά κανόνα η αξία τόσο της προφορικής μετάφρασης (ως
πρόχειρης και αμέσως αναλώσιμης), όσο και της ενδογλωσσικής μετάφρασης
(εξαιτίας του περιορισμένου, γεωγραφικού και ιστορικού πλαισίου της).
Προσωπικά, αμφισβητώ και μάχομαι τη διπλή αυτή μονομέρεια.
Διαιρετική εμφανίζεται, ως προς τη μέθοδο και τα κριτήριά της, και η
αξιολόγηση της μετάφρασης. Η οποία κινήθηκε άνισα (και ενμέρει
εξακολουθεί να κινείται) μεταξύ υποτίμησης και ισοτιμίας έναντι του
πρωτότυπου κειμένου. Με αυξομειούμενη εξάλλου ένταση κυκλοφόρησε (και
κυκλοφορεί) και το δίλημμα της πιστής ή της άπιστης μετάφρασης. Για να
θυμηθούμε τους Ρωμαίους, που δικαίως τους αναγνωρίζεται η ιδρυτική
προτεραιότητα της μεταφρασεολογίας (θεωρητικής και εφηρμοσμένης), το
μεταφραστικό έργο εξαρτά την τύχη του από το αν το βάρος της μετάφρασης
πέφτει περισσότερο στο γράμμα ή το πνεύμα του μεταφραζόμενου κειμένου.
Ως προς το πρώτο δίλημμα τάσσομαι υπέρ της ακατόρθωτης ισοτιμίας
μετάφρασης και κειμένου, ομολογώντας ευθαρσώς το οξύμωρο σχήμα της. Στο
δεύτερο δίλημμα αποφασιστικότερο ρόλο παίζουν, κατά τη γνώμη μου, οι
αποχρώσεις. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι το γράμμα πατά (στο χαρτί), ενώ το
πνεύμα πετά (στον αέρα). Θα συνεχίσω….
……………………………………………………………………….
Ενδογλωσσική μετάφραση
Δεν είναι βολικό να βρεθείς από νωρίς πιασμένος στο δίχτυ της
μητρικής σου γλώσσας, παραμελώντας άλλες γλώσσες γύρω σου, που λέγονται
και είναι ισχυρές. Φαίνεται όμως πως και στο κεφάλαιο αυτό ό,τι έγινε
δεν ξεγίνεται, οπότε αρχίζει άλλου είδους ζόρι. Αποκλεισμένος, θέλοντας
και μη, στο γλωσσικό καβούκι σου, ψάχνεις και ψάχνεσαι για κάποια άλλη
αγάπη, μήπως σε σώσει από τη μεγάλη μοναξιά. Το γράψιμο είναι μια λύση,
αλλά όχι μόνο του. Θέλει στο πλάι του και μια αναγνώριση σε βάθος (αυτό
που λέμε αλλιώς: ανάγνωση), μήπως ανακαλύψεις τον ομφάλιο λώρο. Αν είσαι
κάπως τυχερός κι όχι πολύ περήφανος, τον νιώθεις ίσως και στη μετάφραση
που λέγεται ενδογλωσσική, για την οποία υπάρχει διαθέσιμο ένα κείμενο
ομολογημένης απορίας. Αυτό, με κάποιες εύλογες προσαρμογές, μεταφέρεται
σήμερα εδώ, σαν πλάγιο βήμα πρόσβασης στο θέμα που υποσχέθηκα.
Η μετάφραση στις μέρες μας έγινε αυτοτελής επιστήμη, μοιρασμένη σε
θεωρίες και εφαρμογές, που δεν τα πάνε τόσο καλά μεταξύ τους. Κάπου στη
μέση κρέμονται κάποια διλήμματα (πλαστά, γνήσια, μεικτά), που ο
μεταφραστής οφείλει να τα έχει υπόψη του. Καταλογίζονται εφεξής τρία,
προσανατολισμένα στην ενδογλωσσική κυρίως μετάφραση:
1. Ποια είναι η καλή μετάφραση; Η πιστή, η άπιστη, η μπάσταρδη; Η
κατά γράμμα, όπως έγραφα τις προάλλες, ή κατά το πνεύμα του πρωτότυπου
κειμένου; Η φιλολογική, η λογοτεχνική, η άστεγη; Και τι συμβαίνει με τη
σχολική, την παρασχολική και τη φροντιστηριακή μετάφραση, που βολεύει
μαθητές, δασκάλους και βαθμολογητές;
2. Τα κλασικά, όπως λέμε, έργα της μεγάλης λογοτεχνίας πώς δέχονται
και υποδέχονται τη μετάφρασή τους και τους μεταφραστές; Εντέλει τι
συμβαίνει με τα έργα αυτά, όταν τα μεταφράζουμε; Κερδίζουν; χάνουν; μας
αναγνωρίζουν; μας εκδικούνται;
3. Σε ποιον γλωσσικό, μετρικό και υφολογικό τύπο πρέπει να
μεταφράζονται σήμερα τα κορυφαία έργα της αρχαίας ελληνικής ποίησης, ας
πούμε τα ομηρικά έπη; Στην καθαρεύουσα, στη δημοτική, στη μεικτή; Στη
γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού, του μεσοπολέμου, του μοντερνισμού, του
μεταμοντερνισμού; Και σε τι μέτρο; δεκαπεντασύλλαβο, δεκαεπτασύλλαβο,
ελεύθερο στίχο, ρυθμικό πεζό;
Στα τρία αυτά ερωτήματα, θέλοντας και μη, έπρεπε να δώσω κι εγώ
δική μου απάντηση, μεταφράζοντας τα τελευταία τριάντα χρόνια πρώτα την Οδύσσεια και μετά την Ιλιάδα.
Ομολογώ λοιπόν πως, για να αποφύγω τις απειλητικές αυτές συμπληγάδες,
έγινα υποβρύχιος, φτάνοντας έτσι στην απέναντι μεριά, έστω και με
κομμένη ανάσα. Κρατώντας για σωσίβιο δύο ανυποχώρητες αρχές, που τις
βρήκα σύμμαχες.
Η πρώτη έχει να κάνει με τη γενετική, θα έλεγα, εμπιστοσύνη στη
μετάφραση, ειδικότερα στην ενδογλωσσική μετάφραση. Πιστεύοντας πως όσο
σημαντικότερο είναι ένα λογοτεχνικό έργο, τόσο μεγαλύτερη μεταφραστική
διαθεσιμότητα ενέχει στο εσωτερικό του. Η οποία, για να βγει στην
επιφάνεια, χρειάζεται το πρόθυμο χέρι του μεταφραστή, εξασφαλίζοντας
έτσι την επιβίωσή του. Που πάει να πει: η ερεθιστική μετάφραση αφυπνίζει
το αρχαίο κείμενο, το οποίο άλλως πως ληθαργεί, προκρίνοντας κάποτε
ακόμη και τη φάση της νεκροφάνειας. Οπότε η συμμαχική μετάφραση το
διεγείρει και το ενεργοποιεί: το μεταφέρει από το παρελθόν στο παρόν,
από τη μοναξιά στη συντροφιά, θυμίζοντας και τις συνθήκες της πρώτης του
εμφάνισης.
Η δεύτερη αρχή, παράγωγη της πρώτης, προσβλέπει στον συγχρονισμό
της μετάφρασης με τη δική της εποχή, χωρίς να εξαφανίζονται όμως τα
διαχρονικά ίχνη της μητρικής γλώσσας. Στον βαθμό επομένως που η νεότερη
ποίηση συντάσσεται στις μέρες μας κατά κανόνα σε ελεύθερο στίχο, η
μετάφραση των ομηρικών επών (για να μείνω σ’ αυτά) δικαιούται να
απεξαρτηθεί από τις δεσμεύσεις της παραδοσιακής μετρικής, η πραγματική
σχέση της οποίας με την αρχαία μετρική είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Προσέχοντας αντ’ αυτού την εσωτερική ρύθμιση του πρωτότυπου λόγου: τον
σφυγμό και την ανάσα του, την αναπνοή και την εκπνοή του, την ταχύρρυθμη
ή αργόρρυθμη ροή του, ανάλογα με τον κυματισμό του νοήματος, ακόμη και
την προσωρινή του ανακοπή. Το ίδιο ισχύει και για την ποιητική γλώσσα,
το ύφος και το ήθος της, που πρέπει να συντονίζονται με τη γλώσσα, το
ύφος και το ήθος της σύγχρονης ποίησης, ανάλογα με την εσωτερική κίνηση
και συγκίνηση του πρωτότυπου κειμένου.
Αυτά τα λίγα από όσα λέγονται και γράφονται. Τα υπόλοιπα έτσι κι
αλλιώς ανήκουν στον αμίλητο χώρο της ζωής και της γλώσσας, κι εκεί
πρέπει να μείνουν.
ΤΟ ΒΗΜΑ